“Έφυγε” ο επ. πρόεδρος Λιβαδιωτών Θεσ/κης Γιάννης Τριάρχου

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΥΝΕΦΑΚΗ

Αγαπητοί συμπατριώτες και φίλοι
Με οδύνη σας ανακοινώνω ότι:
Ο Γιάννης Τριάρχου, ο Επίτιμος Πρόεδρός μας, απεβίωσε σήμερα το βράδυ, 10 Αυγούστου 2012, σε ηλικία 88 ετών, ακμαίος και όρθιος, όπως στάθηκε σε όλη του τη ζωή
Η μοίρα η άδικη, νε κάνει να γράφω αυτές τις γραμμές
Είμαι ο άτυχος που θα κατευοδώσω έναν άνθρωπο-σύμβολο για τον Σύλλογό μας, των Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης ‘Ο Γεωργάκης Ολύμπιος’, έναν άνθρωπο-υπόδειγμα για την πόλη μας και το χωριό μας, τη Θεσσαλονίκη και το Λιβάδι μας, έναν άνθρωπο που απετέλεσε παράδειγμα προς μίμηση για την Πατρίδα μας, έναν άνθρωπο με το Α κεφαλαίο, έναν Πατριώτη με το Π κεφαλαίο, τον Γιάννη τον Τριάρχου,
Ο Γιάννης Τριάρχου, εξέφραζε απόλυτα το τρίπτυχο:
· Κοινωνική προσφορά
· Κοινωνική αλληλεγγύη
· Κοινωνική αγωνιστική δράση με στόχο τη διαμόρφωση μιάς καλύτερης ποιότητας ατομικής και συλλογικής ζωής.
Ο Γιάννης Τριάρχου, μέσα από το δικό του τρίπτυχο, του πατριώτη, του αγωνιστή και του επιστήμονα, μετουσίωσε με τον καλύτερο τρόπο τη φυσιογνωμία ενός ΑΝΘΡΩΠΟΥ, που θα μείνει πάντα στη μνήμη μας και τις καρδιές μας.
Ο Γιάννης Τριάρχου γεννήθηκε στην Ελασσόνα στις 9 Δεκεμβρίου 1924, από γονείς Λιβαδιώτες, τους Γιώργο Τριάρχου και Ευθαλία Βακαλίκου. Στην Ελασσόνα πέρασε τα νεανικά του χρόνια, αφού εκεί κατοικούσε τότε η γονική του οικογένεια και εκεί τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο, το Ημιγυμνάσιο και τη 3η Γυμνασίου στο Γυμνάσιο Τσαριτσάνης. Όλα τα καλοκαίρια τα πέρασε στο Λιβάδι με το οποίο και τους κατοίκους του δημιούργησε και διατηρεί ένα ακατάλυτο δεσμό διατηρώντας έντονες αναμνήσεις από τη γενέτειρά του, στην οποία έζησε και μέρος της κατοχής του τόπου μας από τους φασίστες κατακτητές.
Από το Σεπτέμβρη του 1939 κατοικούσε στη Θεσσαλονίκη. Συνέχισε τα μαθήματα στο Δ’ Γυμνάσιο Αρρένων και το 1942 γράφτηκε φοιτητής στη Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου (Αριστοτέλειο τώρα) Θεσσαλονίκης. Οι σπουδές του συνέπεσαν με την περίοδο της εχθρικής κατοχής και την ανώμαλη περίοδο που ακολούθησε.
Την περίοδο αυτή έχασε τον πατέρα του, τραγικό θύμα των ανώμαλων συνθηκών. Ο άδικος θάνατός του έκανε τον ίδιο περισσότερο ευαίσθητο κοινωνικά, καθώς από νωρίς είχε γίνει μέλος της κομμουνιστικής νεολαίας (ΚΝΕ) και του ΚΚΕ και στη συνέχεια δραστήριο στέλεχος της Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων (ΕΠΟΝ), στις τάξεις και με τα οράματα της οποίας στρατεύτηκαν εξακόσιες χιλιάδες νέοι και νέες της Ελλάδας, που οραματίζονταν «μια ζωή χαρούμενη κι ωραία, μια πλάση ονειρευτή, μια πλάση ωραία», όπως έλεγε ένα επονίτικο τραγούδι.
Ο αγώνας για την εθνική απελευθέρωση, την εθνική κυριαρχία και την κοινωνική δικαιοσύνη τον τράβηξε εκείνα τα χρόνια, σχεδόν ολοκληρωτικά, παράλληλα με τους φοιτητικούς και συνδικαλιστικούς αγώνες, που τους πλήρωσε με ένα χρόνο αποβολή αρχικά και αργότερα, το 1947, με καταδίκη του από το Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης στην ποινή του θανάτου. Από τους τριάντα (30) δικασμένους σε θάνατο συγκατηγορούμενους εκτελέστηκαν αμέσως οι 19 και ανεστάλη η εκτέλεση των λοιπών, μεταξύ των οποίων και του ίδιου. Έζησε τρία περίπου χρόνια στις φυλακές Επταπυργίου Θεσσαλονίκης και Κέρκυρας. Μετά την αποφυλάκισή του, στρατεύτηκε και στάλθηκε στο στρατόπεδο της Μακρονήσου, όπου έμεινε 15 μήνες, σε περίοδο όμως που είχαν περιοριστεί τα εφιαλτικά γεγονότα που έζησαν εκεί προηγουμένως αμέτρητες χιλιάδες στρατιώτες και πολίτες, άντρες και γυναίκες. Μετά την αποστράτευση του, πήρε, το 1952, το πτυχίο της Νομικής, έκανε πρακτική άσκηση δικηγόρου και από το Φεβρουάριο του 1955 άσκησε ενεργά και με ανιδιοτέλεια τη δικηγορία στο Πρωτοδικείο και το Εφετείο της Θεσσαλονίκης μέχρι τις αρχές του Γενάρη 2001, συμπληρώνοντας σαράντα έξι χρόνια δικηγορίας.
Η συνδικαλιστική δραστηριότητα του στα δικηγορικά πράγματα τον απέσπασαν για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα από το Σύλλογο Λιβαδιωτών. Εκλέχτηκε 4 φορές μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, ήταν δύο φορές υποψήφιος Πρόεδρός του, ενώ την τριετία 1975-1978 ήταν Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού αυτού Συλλόγου.
Το 1959 παντρεύτηκε τη Θέμιδα-Θωμαή Λαζαρίδη, με την οποία οργάνωσε μία απλή και χαρούμενη οικογένεια, με τις δύο παντρεμένες θυγατέρες του, τους δύο συζύγους αυτών και τα τέσσερα εγγόνια τους.
Καθώς τα μηνύματα της Εθνικής μας Αντίστασης τα έγραψε «βαθειά μες την καρδιά» του, δεν περιορίστηκε στην άσκηση της δικηγορίας. Ως ενεργός πολίτης πίστευε και πιστεύει στην πολιτική στράτευση κάθε πολίτη. Έτσι οργανώθηκε στην ΕΔΑ αρχικά, για να συλληφθεί την πρώτη μέρα της χουντικής δικτατορίας, ευτυχώς όμως απολύθηκε ύστερα από τρεις μόνο βδομάδες, χωρίς να εκτοπιστεί.
Μετά την πτώση της χούντας βρέθηκε στο ΚΚΕ Εσωτερικού και αργότερα στην Ελληνική Αριστερά (ΕΑΡ) και τον Συνασπισμό. Εντάχθηκε το 2010 στην ΔΗΜΑΡ. Πήρε μέρος σε Συνέδρια των κομμάτων, υπήρξε μέλος της Επιτροπής Πόλης Θεσσαλονίκης αυτών και αρκετές φορές υποψήφιος βουλευτής, δύο φορές υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος για το Δήμο Θεσσαλονίκης, ενώ επί μία τετραετία ήταν αιρετό μέλος του Α’ Δημοτικού Διαμερίσματος του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Με το Σύλλογο Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης και τους εδώ Λιβαδιώτες είχε και έχει στενούς δεσμούς. Μέλος του Συλλόγου από το 1952, δηλαδή επί εξήντα δύο ολόκληρα χρόνια. Εκλέχτηκε οχτώ φορές στο Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου και έγινε τέσσερις φορές Πρόεδρος αυτού.
Σημειώνεται ότι ο Γιάννης ο Τριάρχου υπήρξε ένας από τους ελάχιστους και ο τελευταίος, που έχοντας διατελέσει Πρόεδρος του Συλλόγου και μάλιστα επί 4 θητείες, συμμετείχε και σε επόμενο των προεδρικών του θητειών Συμβούλιο, χωρίς να καταλάβει θέση Προέδρου, πράγμα που δεν το ξανασυναντούμε μεταγενέστερα.
Η Γενική Συνέλευση των μελών του Συλλόγου, τον ανακήρυξε Επίτιμο Πρόεδρο, σε αναγνώριση όλων των υπηρεσιών του.
Τιμήθηκε από την Πολιτεία για την αντιστασιακή του δράση στην Κατοχή.
Τιμήθηκε από το Λιβάδι και ανακηρύχθηκε το 2011 Επίτιμος Δημότης Λιβαδίου
Ενέπνευσε σεβασμό, μετάγγισε το ήθος του, αγάπησε και αγαπήθηκε από σε γενεές ολόκληρες ανθρώπων που τον γνώρισαν από κοντά. Η παροιμιώδης του σεμνότητα, η ακριβοδίκαιη σκέψη του, η λιτή και απέριττη παρουσία του σε κάθε μορφή κοινωνικής εκδήλωσης, τον κατέστησαν ένα σύμβολο σχεδόν στον ευρύτερο κοινωνικό του χώρο και όχι μόνον.
Οραματίστηκε ένα κόσμο με πολλά και ευγενικά ιδανικά, στην υπηρεσία της ανθρωπότητας, υπερασπίστηκε αξίες, όπως η ανθρώπινη ζωή, η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η πανανθρώπινη ειρήνη, η κοινωνική απελευθέρωση η κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Οραματίστηκε ένα κόσμο με λιγότερη κακία, με περισσότερη ευαισθησία.
Τον απολογισμό της δικής του ζωής, της γενιάς της Εθνικής μας Αντίστασης, την συνοψίζουν οι στίχοι που του άρεζαν πολύ, του Σταύρου Γιαννακόπουλου, του «Ανταίου» της εποχής
Πονέσαμε,
Πολεμήσαμε.
Αγαπήσαμε, τη ζωή μας τη ζήσαμε,
Μοχθήσαμε, σωθήκαμε, ονειρευτήκαμε, τη ζωή τη ζήσαμε.
Δεν την πουλήσαμε.
Δεν την τοκίσαμε.
Δεν πλουτίσαμε.
Δεν δοξαστήκαμε.
Τη ζωή μας τη ζήσαμε
Κι αν θυσία τη χαρίσαμε, τη ζωή μας για να την υψώσουμε ουράνια – εμείς το θελήσαμε!
Αναλώσιμοι γεννηθήκαμε!
Κι όταν το νιώσαμε δεν λυπηθήκαμε, δεν μετανιώσαμε
Αντισταθήκαμε!
Θανάτω θάνατον πατήσαμε.
Τη ζωή μας τη ζήσαμε
Γιάννη Τριάρχου, Επίτιμε Πρόεδρέ μας, Σεβαστέ φίλε, Λεβέντη αγωνιστή της ζωής και της ειρήνης
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάζει
Το δάκρυ μας θα ποτίζει το άνθος που θα φυτρώσει στο μνήμα σου
Αιωνία σου η μνήμη

Add Comment