Με αφορμή την αναβίωση από τον Μορφωτικό Σύλλογο του εθίμου του Πασχαλιάτικου χορού, τη Δεύτερη μέρα του Πάσχα
ΓΡΑΦΕΙ ο: Αναγνώστης Ευ. Παπακυπαρίσσης
Αντίθετα με την εσωστρέφεια που διακρίνει τη χριστουγεννιάτικη εορταστική περίοδο, το Πάσχα εγκαινιάζει μια εξωστρεφή φάση ανθρώπινων δραστηριοτήτων, ακολουθώντας το «άνοιγμα» του καιρού και της φύσης. Διακαινήσιμη, δηλ. εξ ολοκλήρου καινούρια, ονομάζει η εκκλησία μας την εβδομάδα μετά τη Λαμπρή (και σε ορισμένους τόπους οι ημέρες της προσδιορίζονται από το επίθετο «νέος», π.χ. Νιότριτο). Στην ανθρώπινη ψυχολογία και βιολογία, σε συλλογικό πάντα επίπεδο, η ανανέωση αυτή φανερώνεται με πλήθος υπαίθριων εκδηλώσεων, αποκορύφωμα των οποίων παραμένει η παλλαϊκή συμμετοχή σε χορούς και πανηγύρια τόσο στις αυλές και τους περιβόλους των ναών όσο και σε φυσικούς χώρους, στην αγκαλιά του αναγεννημένου περιβάλλοντος.
[wpg_thumb]
Ως τέτοιο εξοχικό χοροστάσι στην Τσαριτσάνη παραμένει το πλάτωμα στον Άγιο Αθανάσιο (εξωκλήσι πλέον, μοναστήρι παλιότερα), όπου στήνεται, το πρωί της Νέας Δευτέρας, μετά την εωθινή λειτουργία, ο περίφημος «διπλός» χορός. Μολονότι ενταγμένος στο εθιμικό πλαίσιο της Νέας Εβδομάδος, η οποία επιβάλλει τον πανηγυρικό λαμπριάτικο εορτασμό όλων των εκκλησιών της κοινότητας με τη σειρά (προηγούνται οι κεντρικοί ναοί και ακολουθούν όσοι βρίσκονται στα κοινοτικά όρια), ο συγκεκριμένος χορός παρουσιάζει αρκετές ιδιαιτερότητες, οφειλόμενες, κατά κύριο λόγο, στους εν γένει φορείς και συνεχιστές του, τους εκ καταγωγής βλάχους συμπατριώτες μας.
Οι Βλαχόφωνοι ή Κουτσόβλαχοι ή Αρωμούνοι (οι γλωσσικά εκλατινισμένοι Έλληνες) αποτελούν μέχρι σήμερα ένα από τα πιο δυναμικά κομμάτια του ελληνισμού. Κοιτίδα και ζωτικός τους χώρος θεωρείται η οροσειρά της Πίνδου και οι διακλαδώσεις της. Προς την πλευρά των Γρεβενών βρίσκονται τα χωριά Σμίξη, Περιβόλι, Σαμαρίνα, Αβδέλλα, Βλάστη, βλαχοχώρια με εγκατεσπαρμένο το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού τους σε πεδινές ή ημιορεινές κωμοπόλεις. Οι ασχολίες τους (κτηνοτρόφοι, αγωγιάτες, πλανόδιοι έμποροι) τούς ανάγκαζαν να παραχειμάζουν (για 8-9 μήνες), οικογενειακά, στα καμποχώρια και τον υπόλοιπο καιρό (Ιούνιο-Σεπτέμβριο, μέχρι του Σταυρού) επέστρεφαν στα πάτρια εδάφη.
Παλιότερα, η νομαδική τους ζωή και κυρίως οι αναδρομές τους στα ορεινά (καραβάνια ανθρώπων, ζώων και φορτίων), με την τάξη και τη σειρά που γίνονταν, έμειναν ανεξίτηλες στη μνήμη όσων τις παρακολουθούσαν κάθε χρόνο αλλά και απαθανατίστηκαν από το φωτογραφικό φακό, όπως του Κώστα Μπαλάφα και του Σπύρου Μελετζή. Η Τσαριτσάνη, ως φύσει και θέσει σημαντικό κέντρο της περιοχής, ήταν αντικειμενικά πόλος έλξης αρκετών βλάχων, οι οποίοι, μαζί με τις οικονομικές τους δραστηριότητες έφεραν συνήθειες, καθημερινότητα, γλώσσα, πολιτισμό από τα μέρη τους. Ο «διπλός» χορός είναι αναμφισβήτητα ένα απ’ αυτά τα βλάχικα στοιχεία που μπολιάστηκε στη ντόπια εθιμική ζωή, κρατώντας όμως την ιδιομορφία του.
Στα βλαχοχώρια της Πίνδου ο συγκεκριμένος χορός (που λέγεται, εκτός από «διπλός», και «τρανός» ή «χορός του χωριού» < Coru di Hoară) γινόταν σε κάθε πανηγυρικό εορτασμό αγίου, χωρίς να συνδέεται αποκλειστικά με τη Λαμπρή, διάστημα κατά το οποίο η πλειονότητα των κατοίκων απουσίαζε. Στην Αβδέλλα, όταν ακόμη το χωριό κρατούσε κόσμο, ο «μεγάλος» χορός στηνόταν κάτω από την καρυδιά τού Αη-Θανάση, στις 2 Μαΐου, μέρα ανακομιδής των λειψάνων του, με πρώτο τραγούδι «Στουν Αη-Θανάση την αυλή με μάρμαρα στρωμένο». Απ’ τη στιγμή που οι περισσότεροι κάτοικοι της αλπικής κοινότητας άρχισαν να παρατείνουν χρονικά την επάνοδό τους, το πανηγύρι μεταφέρθηκε στους τόπους χειμερινής διαμονής και «έδεσε» με τα εγγύτερα σ’ αυτό ανάλογα. Τον Αύγουστο που βρίσκονται οι Αβδελλιώτες στην πατρίδα τους, τη δεύτερη μέρα της Παναγίας γίνεται πάλι ο «τρανός» χορός πλάι στην παλιά εκκλησία του Αη-Θανάση. Στη Σαμαρίνα, στις 16 και 17 Αυγούστου, έξω απ’ την εκκλησία της Μεγάλης Παναγίας, χορεύεται ο «Τσιάτσιος» με τον ίδιο ρυθμό, βήματα και σχηματισμό. Παρομοίως, στις 16 Αυγούστου, τελείται ο «κοινοτικός χορός» και στη Σμίξη, στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου.
Από κείμενο και σχηματική παράσταση του γιατρού Ν. Θώμα, μεταφέρω περιγραφή του χορού στο δεκαπενταυγουστιάτικο σαμαρινιώτικο πανηγύρι : «Τα τραγούδια που λέγονται κατά την διάρκεια του χορού αυτού έχουν ηρωικό, πατριωτικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Τραγουδιούνται χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων και χορεύονται «στα τρία». Ο χορός είναι κυκλικός με δύο [επάλληλες] σειρές (δίπλες). Η εσωτερική αποτελείται από άνδρες και η εξωτερική από γυναίκες. Στην αρχή των σειρών αυτών είναι οι γέροντες και οι γερόντισσες αντιστοίχως. Ακολουθούν οι φουστανελοφόροι στους άνδρες και οι γυναίκες που είναι ντυμένες στα βλάχικα στη σειρά των γυναικών και εν συνεχεία άτομα νεωτέρων ηλικιών. Τα τραγούδια λέγονται κυρίως από δύο ομάδες τραγουδιστών, που είναι τοποθετημένες η μια στην αρχή, μετά τους γέροντες, και η άλλη λίγο πιο κάτω από το μέσον περίπου του [ανοιχτού] κύκλου. Τραγουδούν βέβαια όλοι και όλες και πιάνονται στο χορό, παρακολουθούν όμως τις δύο αυτές ομάδες, για να μη χάνεται η σειρά του τραγουδιού με τις επαναλήψεις και ο ρυθμός του χορού. Αρχίζουν λοιπόν το τραγούδι οι γέροντες και η ομάδα των τραγουδιστών που είναι κοντά τους και προχωρούν χορεύοντας. Αφού πουν την πρώτη στροφή, σταματούν το τραγούδι, ενώ συνεχίζουν τον χορό. Η δεύτερη ομάδα είναι αυτή που τραγουδάει τώρα, επαναλαμβάνοντας την ίδια στροφή που είπε η πρώτη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τραγουδιούνται και χορεύονται όλα τα τραγούδια του «Τσιάτσιου». Η επανάληψη της ίδιας στροφής από τους άλλους μισούς χορευτές, όπως είπαμε, λειτουργεί σαν αχός και αντίλαλος σε φαράγγια και σαν ‘χορός’ σε αρχαίο θέατρο».
Πιο λεπτομερή και αναλυτική περιγραφή δίνει ο Αχ. Λαζάρου σε εργασία του (1979) με τον τίτλο «Ο χορός των Βλαχοφώνων», όπου επισημαίνονται ακόμη τα εξής : α) σε περίπτωση αθρόας συμμετοχής ντόπιων και επισκεπτών σχηματίζονται επάλληλα τόξα χορευτών, κατά φύλο, ηλικία με πρόταξη των αρρένων. Διακριτός είναι και ο κύκλος των αγάμων, οι οποίοι προσέρχονται στο χώρο συνοδευόμενοι από προξενητές, ώστε να γίνεται το «νυφοδιάλεγμα» ή το «γαμπροδιάλεγμα», β) κάθε κύκλος έχει τον εξάρχοντα, την «κεφαλή», και την «ουρά» (capu şi coadă di coru), ενώ η σειρά των χορευτών εξαρτάται από την ηλικία και την κοινωνική προβολή. Ο εξάρχων κάθε εξωτερικού κύκλου εξέχει του μπροστάρη του εσωτερικού κύκλου, δίνοντας μια κλιμακωτή προβολή όσων «σέρνουν» το χορό, γ) είτε υπάρχει μόνο ένας κύκλος είτε πολλοί, απέναντί τους, δίχως να χορεύει, βρίσκεται ο τελετάρχης με τη γκλίτσα του, επόπτης και συντονιστής του επαναλαμβανόμενου πολυφωνικού μέλους, ο οποίος δίνει και το σύνθημα λήξης και διάλυσης του χορού.
Ο Κ. Μπίρκας στο βιβλίο του για την Πίνδο (1987) αναφέρει κι έναν άλλο τρόπο διάλυσης του πανηγυριού, όπως γίνεται στον «τρανό» χορό της Σαμαρίνας, τα σφυρίγματα από τα γύρω υψώματα, κατάλοιπο προειδοποίησης των συμμετασχόντων για τον επερχόμενο κίνδυνο σε δύσκολα χρόνια.
Άφησα για το τέλος τη στιχουργική εξέταση των τραγουδιών που ακούγονται στο πανηγύρι του Αη-Θανάση στην Τσαριτσάνη. Η Κοινότητα Τσαριτσάνης στη δεκαετία του 1980 είχε μαγνητοφωνήσει αρκετά και με τη μεγαφωνική τους αναπαραγωγή, τη μέρα της γιορτής, προσπάθησε να δώσει τη χαμένη αίγλη στο έθιμο, εγχείρημα που δεν επέτυχε, γιατί οι ενεργητικοί συνεχιστές του χορού πέρασαν σε δεύτερη μοίρα, χάθηκε η αμεσότητα της ζωντανής επιτέλεσης. Εν τούτοις, η απόπειρα αυτή άφησε πίσω της κάτι πολύτιμο, τις καταγραφές τραγουδιών από φωνές που σιγά-σιγά εκλείπουν. Σημειώνω τους τίτλους των τραγουδιών από μια τέτοια μαγνητοταινία : «Σήμερα Δέσπου μ’ Πασχαλιά», «Βάγγιω μ’», «Κυρα-Αναγνώστηνα», «Στουν Αη-Θανάση την αυλή», «Μαρουδιά», «Λουλούδι του Μαγιού», «Πέρα στουν πέρα μαχαλά», «Τ’ αηδουνάκι μου», «Κόρη ν’ αρβανιτουκόρη», «Κάτω στους τρανούς τους κάμπους». Για ν’ ασχοληθεί κανείς και να ερευνήσει τις ποικίλες ιστορικές, κοινωνικές, αισθητικές παραμέτρους των παραπάνω τραγουδιών χρειάζεται ειδική μελέτη, απαραίτητη για την ενδελεχή θεώρηση του εθιμικού πλαισίου του χορού.
Εδώ θα περιοριστώ, ακροθιγώς, στο τραγούδι του Αη-Θανάση, για το οποίο υπάρχουν δύο κύριες παραλλαγές. Η τσαριτσανιώτικη μοιάζει με την αβδελλιώτικη : «Στου Αη-Θανάση την αυλή, γιεμ, με μάρμαρα στρωμένη/ με μολύβι σκεπασμένη/ χρυσό πουλάκι στέκει κι λαλεί, μοιρολογά κι λέει·/ Μόρ’ το πού ‘στε σεις αρχόντισσες κι εσείς Αβδελλιωτοπούλες/ για μας έρχονται ζορμπάδες τα Γεράνια να πατήσουν/ κι άρχοντα να μην αφήσουν». Το τραγούδι αναφέρεται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, συγκεκριμένα στη λεηλασία της Σιάτιστας, το 1784, όπου παραχείμαζαν αρκετές Αβδελιώτισσες. Ειδοποιούνται, λοιπόν, οι βλάχες από ειδικό απεσταλμένο να σωθούν και να σώσουν ό,τι μπορούν. Η Γεράνεια ήταν τοποθεσία της Σιάτιστας με οχυρό-πύργο (παρόμοιο με τους τσαριτσανιώτικους), ικανό να αποκρούσει επιδρομές. Στη δεύτερη και εκτενέστερη παραλλαγή του τραγουδιού δίνονται περισσότερα ονόματα και λεπτομέρειες για το ιστορικό περιστατικό.
Όπως καταλαβαίνουμε, για το θέμα έχουν πολλά να γραφούν ακόμη. Ευελπιστώ, πως με τον καιρό και με δεδομένη την κοινή βούληση να αναδειχθεί ολόκληρο το πολιτισμικό υπόβαθρο της Τσαριτσάνης, θα υπάρξουν ευχάριστα αποτελέσματα.