Έξοδος από τα Μνημόνια: Μύθος ή Αλήθεια; της Θεοδώρας Κάλλα, στελέχους ΝΔ

ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΜΝΗΜΟΝΙΑ: ΜΥΘΟΣ Η ΑΛΗΘΕΙΑ;

Η Ελλάδα βγαίνει από τα μνημόνια κι επιστρέφει στην κανονικότητα, Παρατηρώντας όμως τα δεδομένα της οικονομίας και του χρέους είναι όντως έτσι;

Το ελληνικό χρέος είναι από τα υψηλότερα παγκοσμίως και θα απαιτηθεί συνετή δημοσιονομική πολιτική για πάρα πολλά χρόνια, προκειμένου να διατηρηθεί η στήριξη από τους Ευρωπαίους πιστωτές της.
Σύμφωνα με την έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους της Ευρωπαικής Ένωσης, η Ελλάδα, δεσμεύτηκε για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλο χρονικό διάστημα ενώ παρουσιάζει χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης μόλις 1%. Αυτά είναι και τα δύο (2) βασικά σημεία που πρωτίστως θα πρέπει να προσέξει η ελληνική κυβέρνηση,
Η συμφωνία προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022, υποχώρηση στο 3% του ΑΕΠ το 2023, 2,5% του ΑΕΠ το 2024 και 2,2% του ΑΕΠ το 2025, το οποίο θα παραμείνει έως το 2060. Oικονομικοί αναλυτές, ωστόσο, αναφέρουν ότι καμία χώρα δεν πέτυχε τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.
Σύμφωνα με την Κομισιόν το χρέος είναι βιώσιμο μέχρι το 2036, αν λάβουμε υπόψη, ότι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που συμφωνήθηκαν,διασφαλίζουν ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες δεν θα ξεπεράσουν το 15% του ΑΕΠ και το 20% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα. Το χρέος θα υποχωρήσει στο 96,8% του ΑΕΠ το 2060 ενώ το Εurogroup θα επανεξετάσει τη βιωσιμότητα του το 2032 κι εάν θα χρειαστούν επιπρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης του. Πώς θα συμβεί όμως αυτό με μία οικονομία που συρρικνώθηκε κατά 25% την τελευταία δεκαετία ενώ το δημόσιο χρέος έχει εκτιναχθεί στο 180% του ΑΕΠ;
Επιπλέον, ανασταλτικοί παράγοντες για την επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα αποτελούν, η αβεβαιότητα για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και την προσέλκυση επενδύσεων για την επίτευξη διατηρήσιμης ανάπτυξης στο μεσοπρόθεσμο διάστημα, η υψηλή ανεργία, το μεταναστευτικό, η επιβάρυνση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων από τους υψηλούς φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές, η ακόμη μεγαλύτερη καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης, η δυσλειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών που υποστηρίζουν την επιχειρηματικότητα, η μη ολοκλήρωση της διαδικασίας απλοποίησης των αδειοδοτήσεων των επενδύσεων, το τραπεζικό σύστημα που είναι αντιμέτωπο με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και τους ελέγχους κεφαλαίου καθώς και η έλλειψη του καθορισμού των χρήσεων γής.
Τα προγράμματα διάσωσης της Ελλάδας έχουν ως ένα βαθμό αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών καθώς και την πρόσβαση στις αγορές που χάθηκε το 2009. Προκειμένου, όμως,να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη, θα πρέπει η χώρα να δείξει ότι <οι μεταρρυθμίσεις συνεχίζονται και ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι πιάνονται>.
Η Ελλάδα από τις 20 Αυγούστου είναι υπό καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, ενώ παραμένει ευάλωτη στις αναταράξεις των αγορών, όπως, το ξεπούλημα των ιταλικών ομολόγων, η αύξηση των ευρωπαικών επιτοκίων, η επιβράδυνση της ευρωπαικής οικονομίας, που αποτελούν, όμως, σημαντικά εμπόδια για τη χώρα μας μετά την έξοδο από τα μνημόνια. Αν δεν πετύχει βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να επιτευχθούν υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.
Η ενίσχυση της ανάπτυξης και των επενδύσεων αποτελούν τα κλειδιά για τη χώρα.Η οικονομική αυτή ανάπτυξη μπορεί να προέλθει μόνο μέσα από τον κόσμο της εργασίας και της παραγωγής, της επιχειρηματικότητας και των επενδύσεων με τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων και των επαγγελματιών.
Επίσης, η ταχύτητα με την οποία οι τράπεζες θα μειώσουν τον αριθμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα είναι καθοριστικής σημασίας για την στήριξη της πραγματικής οικονομίας.
Η εποπτεία των θεσμών θα επικεντρωθεί στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και στις ιδιωτικοποιήσεις. Δυστυχώς όμως οι ιδιωτικοποιήσεις προχωρούν με πολύ αργό ρυθμό ενώ η προσέλκυση επενδύσεων δεν υφίσταται.
Επενδύσεις, σημαίνει, δημιουργία θέσεων εργασίας με υψηλότερους μισθούς, καλύτερες απολαβές και καλύτερο πλαίσιο εργασιακής κάλυψης. Οι επενδύσεις θα αποκλιμακώσουν την ανεργία και θα δώσουν επαγγελματικές προοπτικές στους ανέργους και τους νέους.
Η χώρα μας χρειάζεται μία αποτελεσματική κυβέρνηση και μία κρατική διοίκηση που θα θέτει την προσέλκυση επενδύσεων ως πρώτη πολιτική προτεραιότητα. Μία τέτοια κυβέρνηση θα είναι αυτή του Κυριάκου Μητσοτάκη που έχει ξεκάθαρο σχέδιο προσέλκυσης επενδύσεων με τη μείωση της φορολογίας, την απλοποίηση της γραφειοκρατίας, με παρεμβάσεις στην αγορά ενέργειας και με φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις σε πάγια κεφάλαια.
Μόνον έτσι θα επιτευχθεί η οικονομική ανάκαμψη της χώρας μας.