Του Γιώργου Αποστόλου
πρόεδρος του Αγροτοκτηνοτροφικού Συλλόγου Τσαριτσάνης
Στις 12 Οκτώβρη 2017 συζητήθηκε στην ολομέλεια της Βουλής και ψηφίστηκε το νομοσχέδιο του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης με τίτλο «Διακίνηση και εμπορία νωπών και ευαλλοίωτων αγροτικών προϊόντων και άλλες διατάξεις». Παρά το θόρυβο που σήκωσε η κυβέρνηση, μόνο ως εμπαιγμός απέναντι στους φτωχομεσαίους αγροτοκτηνοτρόφους της χώρας μας μπορεί να χαρακτηριστεί, ο συγκεκριμένος νόμος.
Οι μικρομεσαίοι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι μπορούν να βγάλουν συμπεράσματα για το τι είδους «φρούτο» είναι πάλι αυτό, από τη στιγμή που και αυτή η κυβέρνηση όπως και οι προηγούμενες, πιστές στο άρμα της ΕΕ και της ΚΑΠ, έχουν δώσει ουκ ολίγα δείγματα γραφής. Αφού «πιουν το νερό» στο όνομα της καπιταλιστικής αγοράς, η οποία ευθύνεται που τα προϊόντα δεν έχουν καλές τιμές, που το κόστος παραγωγής είναι υψηλό, που η ζωή μας στο χωριό, αντί να καλυτερεύει, πάει συνεχώς στο χειρότερο, μπορούν να πασάρουν και έναν νόμο «που θα βάλει τέλος στην απληρωσιά». Τους πήρε ο πόνος…
Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι τάχα έτσι προστατεύει τους αγροτοκτηνοτρόφους από τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, και τον καταναλωτή με την αναγραφή της χώρας προέλευσης του γάλακτος στις συσκευασίες των γαλακτοκομικών προϊόντων και του κρέατος, στις αποδείξεις λιανικής πώλησης του κρέατος κ.ά.
Βασικό μέλημα και αυτού του νόμου είναι να στηρίξει την κερδοφορία των μονοπωλίων και να ρυθμίσει ορισμένους καπιταλιστικούς ανταγωνισμούς σε όλη την αλυσίδα της παραγωγής, διανομής και εμπορίας νωπών και ευαλλοίωτων τροφίμων. Έτσι το πράγμα γίνεται φανερό. Η «καούρα» της κυβέρνησης είναι να διευθετήσει ορισμένους λογαριασμούς ανάμεσα σε «μεγάλους παίκτες», όπως για παράδειγμα μεταξύ σούπερ μάρκετ και βιομηχάνων πρώτης μεταποίησης, και ταυτόχρονα να προωθήσει τη συγκέντρωση της παραγωγής. Πιέζει και μέσα από αυτήν τη διαδικασία στην κατεύθυνση σύστασης καπιταλιστικών αγροτικών εκμεταλλεύσεων που δουλεύουν είτε σε ατομική είτε σε συλλογική βάση, όπως οι ομάδες παραγωγών, τις οποίες έχει στην προμετωπίδα της η ΚΑΠ.
Η αγωνία της κυβέρνησης δεν είναι άλλη από το να κρύψει στους φτωχομεσαίους αγροτοκτηνοτρόφους τον ταξικό τους αντίπαλο, δηλαδή τα μονοπώλια, που στο άρθρο 1 του νόμου τα υπάγουν και αυτά στον ορισμό των «παραγωγών». Όπως και στα παραμύθια που καλλιεργούσαν με τις διεπαγγελματικές και τη συμβολαιακή γεωργία, έτσι και εδώ βάζουν «τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα».
Σε ό,τι αφορά την απληρωσιά, τις πιστολιές και τα φέσια από τους βιομηχάνους και μεγαλέμπορους, μπορούν κυβέρνηση και αντιπολίτευση αντάμα να χύνουν «κροκοδείλια δάκρυα» αλλά λύση ούτε τολμούν ούτε μπορούν να δώσουν. Όσο για τις διατάξεις του συγκεκριμένου νόμου, η «λύση» γίνεται ατομική υπόθεση του κάθε αγροτοκτηνοτρόφου, που θα πρέπει να βγάλει μόνος του «το φίδι από την τρύπα». Άλλαξε δηλαδή ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα του αλλιώς, δηλαδή.
Για να εξασφαλίζεται λέει η προβλεπόμενη από το νόμο πληρωμή, εντός 60 ημερών, κάθε παραγωγός «οφείλει να αποστείλει στην αρμόδια αρχή ηλεκτρονικά το τιμολόγιο πώλησης» των προϊόντων του, «ευθύς μόλις το εκδώσει, την επιταγή» και όλα τα λοιπά στοιχεία που αφορούν την πώληση κ.λπ. Ακόμα και οι παραγωγοί του ειδικού καθεστώτος που δεν υποχρεούνται να τηρούν βιβλία. Όλοι οι μικροπαραγωγοί, με αυτήν τη διαδικασία, επωμίζονται ένα νέο δυσβάσταχτο κόστος, αφού θα αναγκάζονται να χρησιμοποιούν λογιστή σε κάθε συναλλαγή. Αν εντοπιστεί, ότι δεν έχουν προβεί σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες κοινοποίησης των παραστατικών, απειλούνται με πρόστιμο!
Και άντε τα στείλαμε στην αρμόδια αρχή, τι θα γίνει; Αν δεν πληρωθεί, πως μπορεί να διασφαλιστεί ο παραγωγός; Να πάει δικαστικά; Και τι θα πάρει τελικά; Θα βρει για να πάρει;
Τη στιγμή δηλαδή που η κυβέρνηση υπόσχεται ότι θα λύσει το πρόβλημα της απληρωσιάς, ο πτωχευτικός κώδικας, προβλέπει ότι σε περίπτωση πτώχευσης πρώτα αποζημιώνονται οι τράπεζες και οι πιστωτές και μετά εργαζόμενοι και προμηθευτές (αγρότες και συνεταιρισμοί), νόμος που εξακολουθεί να ισχύει. Μάλιστα η κυβέρνηση πρόσφατα δεν αποδέχτηκε τροπολογία που κατέθεσε το ΚΚΕ ώστε να αποζημιώνονται πρώτα οι εργαζόμενοι και οι μικρομεσαίοι επαγγελματίες και αγρότες.
Και συνεχίζοντας τα ερωτήματα. Με τι τιμές; Σ’ αυτό σηκώνουν όλοι τα χέρια ψηλά. «Ελεύθερη αγορά» έχουμε… Ήδη, οι απειλές και οι εκβιασμοί που δέχονται οι αγροτοκτηνοτρόφοι από τον μεγαλέμπορο, τον μεγαλοδιανομέα και τον μεγαλομεταποιητή, πάνε σύννεφο. Μας λένε: «αφού και μας βάζουν το μαχαίρι στο λαιμό και θα πρέπει να πληρωθείτε σε 60 μέρες, κόψτε κάτι… αλλιώς…», …αφήστε την παραγωγή να σαπίζει στις αποθήκες.
Όσον αφορά τα άρθρα για την αναγραφή προέλευσης του γάλακτος στη συσκευασία των γαλακτοκομικών προϊόντων, η κυβέρνηση προσπαθεί να «χρυσώσει λίγο το χάπι», καθώς με το τρίτο μνημόνιο και την υιοθέτηση των συστάσεων του ΟΟΣΑ καταργήθηκε το όριο ζωής στο γάλα, που έβαζε ένα φρένο στις αθρόες εισαγωγές κυρίως αγελαδινού γάλακτος. Σήμερα, καλλιεργεί αυταπάτες, τόσο προς τους φτωχομεσαίους αγροτοκτηνοτρόφους όσο και προς τα λαϊκά στρώματα, ότι με τα μέτρα που φέρνει θα μπει φραγμός στα εισαγόμενα, ότι θα ξέρουν τι τρώνε κ.λπ. Το τι παράγεται, τι εισάγεται, τι εξάγεται και οι τιμές καθορίζονται από τα μονοπώλια, αυτή είναι η πραγματικότητα είτε τα προϊόντα φέρνουν επισήμανση είτε όχι. Γι’ αυτό η χώρα μας είναι ελλειμματική σε κρέας, γι’ αυτό το 70% των σκληρών και ημίσκληρων τυριών που καταναλώνονται στην Ελλάδα παρασκευάζονται από εισαγόμενο γάλα ή εισάγονται.
Χαρακτηριστικό ακόμη τού ποιον εξυπηρετεί το νομοσχέδιο της κυβέρνησης είναι και το άρθρο 10, το οποίο μέσω «εκσυγχρονισμού» του αλιευτικού κώδικα παραχωρεί ιχθυοτρόφα ύδατα, λίμνες, ποτάμια, θαλάσσιους παραλιακούς χώρους, λιμνοθάλασσες, δημόσια ιχθυοτροφεία μέχρι και τις αμμουδιές στα μονοπώλια, στο όνομα της «στήριξης συλλογικών σχημάτων», της «διαχείρισης των υδάτων» και της εύρεσης «συνεργειών» μεταξύ πρωτογενούς τομέα – μεταποίησης και τουριστικών μονάδων. Σαν όχημα τους αλιευτικούς συνεταιρισμούς ετοιμάζουν «το ψητό» για το κεφάλαιο.
Κανένας μικρομεσαίος αγροτοκτηνοτρόφος να μην πέσει στις παγίδες και της αυταπάτες καμίας κυβέρνησης. Με μόνο προσανατολισμό την οργάνωση στους αγροτικούς συλλόγους και την πάλη κατά του ξεκληρίσματός, θα βρεθεί η διέξοδος στη συμμαχία με τους εργαζόμενους και το λαό, με προοπτική μια εντελώς διαφορετική αγροτική ανάπτυξη, μακριά κι ενάντια στα συμφέροντα των εμποροβιομηχάνων, των επιχειρηματικών ομίλων, των τραπεζιτών, η οποία θα διασφαλίζει ικανοποιητικό εισόδημα στον αγρότη, επαρκή, φτηνά και ποιοτικά προϊόντα για τη διατροφή και την ένδυση του ελληνικού λαού, φτηνές πρώτες ύλες για τη μεταποιητική βιομηχανία.
Το οργανωμένο αγροτικό κίνημα απαιτεί:
κατώτερες- εγγυημένες τιμές,
άμεση πληρωμή των προϊόντων με την παράδοση,
φραγμό με απειθαρχία στους κανονισμούς της ΕΕ και την ΚΑΠ, ώστε να υπάρχει προστασία από τις αθρόες εισαγωγές προϊόντων στα οποία η χώρα μας είναι πλεονασματική.