Τα εικονοστάσια στην Ελλάδα είναι πολλά και βρίσκονται παντού. Χτίζονται ή τοποθετούνται συνήθως εκεί όπου έγινε ένα δυστύχημα ή σε μια σημαντική για το χωριό τοποθεσία, έχουν το εικόνισμα του αγίου στον οποίο είναι αφιερωμένα, κάποιες φωτογραφίες και τα απαραίτητα για το καντήλι: λίγο λάδι, το φυτίλι, ένα κουτί με σπίρτα.
Εχουν διάφορα μεγέθη, άλλοτε είναι χτιστά, άλλοτε μεταλλικά ή προκατασκευασμένα. Οι ιδιοκτήτες τους τα χρωματίζουν, τα συντηρούν τουλάχιστον για μια αρχική περίοδο, όσο διαρκεί ο πολύς πόνος, μετά ο πανδαμάτωρ χρόνος αφήνει κι εδώ τα ίχνη του, τα εικονοστάσια ξεθωριάζουν, τα χρώματα χάνονται, οι μικρές μεταλλικές πόρτες σπάνε από τον αέρα, σκουριάζουν από την υγρασία.
Δεν συμβαίνει το ίδιο με τα ξωκκλήσια, που συνήθως είναι μεγαλύτερα και έχουν στέγη. Στις γιορτές των αγίων τους τα βλέπεις φρεσκοβαμμένα, με καθαρισμένο τον αυλόγυρο, επιδιορθωμένη την πόρτα τους και έτοιμα για την γιορτή, το πανηγύρι, το υπαίθριο γλέντι. Ο χώρος τους είναι φιλόξενος, σε δέχεται με ηρεμία, ανασαίνεις, ξαποσταίνεις, καταλαβαίνεις το μέτρο. Πρέπει να έχει κανείς την πένα του Γεωργίου-Αλεξάνδρου Μαγκάκη για να γράψει για τα ξωκκλήσια, για την ανεκτίμητη προσφορά της δροσιάς τους μέσα στην κάψα του αιγαιοπελαγίτικου καλοκαιριού…
Στα Γεράνια, υπάρχει το εικονοστάσι του Αη Νικόλα, στην άκρη του χωριού, λίγα μέτρα πιο πάνω από τον δρόμο προς το σημερινό κοιμητήριο. Δεν είναι ένα συνηθισμένο εικονοστάσι. Είναι χτισμένο, με τρίκλιτο σχήμα, με τρεις ισομερείς σταυρούς, τρία παραθυράκια για τις εικόνες και τα καντήλια και προφυλάσσεται από μια περίφραξη. Είναι πιθανό τα δύο πλαϊνά κτίσματα να προστέθηκαν αργότερα. Είναι πάντοτε ασπρισμένο με ασβέστη, τα κεραμίδια στη στέγη διατηρούνται καλά και στην μπροστινή του πλευρά κάποιο καλό χέρι έβαλε μεγάλες πέτρες σε σχήμα ημικύκλιου. Μια μικρή αυλή δηλαδή, έτσι για να δίνει την αίσθηση του κατοικημένου χώρου.
Ο χώρος κατοικούνταν από όσους εγκαταλείπουν για πάντα τον μάταιο τούτο κόσμο, αφού η παράδοση λέει πως στη θέση αυτή υπήρχε παλιότερα το κοιμητήριο του χωριού. Τα διάφορα ευρήματα το επιβεβαίωναν κατά καιρούς. Η δική μου γενιά γνώρισε τον Αη Νικόλα σαν μικρό εικονοστάσι, πηγαίναμε εκεί μικρά παιδιά, κυρίως όταν ωρίμαζαν τα αγριόγκορτσα. Υπήρχαν τότε εκεί τρεις μεγάλες γκορτσιές και η μεσαία μας γλύκαινε πολύ με τον καρπό της, τις «κασιούλες» της. Παρά τη στιφή τους γεύση, τα τιμούσαμε ιδιαίτερα, και έστω και γρατσουνισμένοι από τα σκληρά αγκάθια του δέντρου ανεβαίναμε στα ψηλότερα κλαδιά, για να βρούμε τα ώριμα, σκουρόχρομα και απείραχτα από τις σφήκες αγριόγκορτσα.
Ποιός λαϊκός τεχνίτης έχτισε τον Αη Νικόλα; Ποιός ασχολείται τώρα με το ξωκκλήσι; Είναι βέβαιο ότι κάποια οικογένεια του χωριού έχει αναλάβει την συντήρησή του, το δείχνει η καλή κατάσταση του χώρου. Οι εικόνες έχουν παλιώσει, αλλά τα καντήλια περιμένουν το καλό χέρι και το λάδι, όλα γίνονται στην ώρα τους. Ούτε πριν, ούτε μετά. Πρίν ή μετά από τί αλήθεια; Τη γιορτή του Αη Νικόλα; Το ψυχοσάββατο; Του Αγίου Πνεύματος; Δεν ξέρω, όπως δεν ξέρω επίσης αν στον Αη Νικόλα γίνεται κάποια δέηση, μνημόσυνο, τρισάγιο, παράκληση ή ευχέλαιο. Το έργο της φροντίδας των εικονοστασίων είναι έργο των λαϊκών κι όχι καθήκον του κλήρου.
Μοναστήρια, εκκλησίες, εξωκκλήσια, παρεκκλήσια ή εικονοστάσια, η Ελλάδα είναι υπερπλήρης από πλευράς λατρευτικών χώρων. Μια παράδοση πολλών αιώνων, με αριστουργήματα αρχιτεκτονικής, με αρχαίους ναούς, βυζαντινές βασιλικές, με πολλές ιστορικές αναφορές, με μεγάλες και μικρές στιγμές, με δόξες, αντιφάσεις, συγκρούσεις και δράματα. Η ιστορία έχει κάνει τη δική της σύνθεση, ο λαός μας έχει αφομοιώσει την πλούσια παράδοση, η διαχρονική παρουσία του ελληνισμού έλυσε πολλά ερωτήματα.
Πώς αισθάνεται το καθήκον της η κυρά-Μαρία, η κυρά-Φρόσω, ο κυρ-Αντώνης και φροντίζει αδιάκοπα το ξωκκλήσι, τα εικονοστάσι, το παρεκκλήσι, στο νησί ή στην ηπειρωτική χώρα; Πώς αισθάνεται το καθήκον της «η μέσα Ελλάδα», όπως την ονομάζει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, απέναντι στην παράδοση και την Ιστορία; Πώς να εξηγήσουμε αυτή την φροντίδα από λίγους για ό,τι αντιπροσωπεύει τόσα πολλά για όλους μας;
Λαϊκή σοφία, πίστη, διατήρηση της παράδοσης, σεβασμός της ιστορίας, διαλέγετε τον λόγο που σας φαίνεται δόκιμος. Αυτό που μετρά τελικά είναι το έργο, η δράση. Από το μικρό και ταπεινό ξωκκλήσι, από το μικρό και περιποιημένο περιβόλι, από το ταπεινό μαντρί, από το μικρό και ζωντανό χωριό θα προκύψει με ορμή η νέα ανάταση. Από τις πολλές μικρές πρωτοβουλίες στο τοπικό επίπεδο θα αναδειχθεί κάτι γενικότερο, ουσιαστικό και αυθεντικό. Πέρα από την κατανάλωση, πέρα τα αλλόκοτα πρότυπα που προβάλει η τηλεόραση, πέρα από την μανία επίδειξης που μας έχει κυριεύσει εδώ και δεκαετίες.
Η «μέσα Ελλάδα» έχει δυνάμεις, αίσθηση του χρέους, αντίληψη του καθήκοντος, γνώση της παράδοσης. Δεν χάθηκαν όλα, υπάρχει ακόμα ελπίδα.
Αθανάσιος Θεοδωράκης
πολιτικός επιστήμονας