Η απαραίτητη ανακατασκευή του καμπαναριού της Αγίας Τριάδας στη Γεράνεια, είχε κάποιες παράπλευρες απώλειες. Στερεώθηκε η στέγη, αλλά χάλασε η παλιά φωλιά των πελαργών. Έκτοτε και παρά τις προσπάθειες, οι πελαργοί δεν επέστρεψαν στο καμπαναριό, δεν έκαναν καινούργια φωλιά. Έγινε μια νέα, «τεχνητή» φωλιά σε στύλο της ΔΕΗ, κοντά στην πλατεία, αλλά κι αυτή δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Οι ζεύξεις των καλωδίων ενοχλούν τους φτερωτούς επισκέπτες, ίσως και τα φώτα της πλατείας να τους δημιουργούν πρόβλημα, ίσως να φταίει κάτι άλλο που δεν φανταζόμαστε. Πουλί όμορφο, περήφανο, ταυτισμένο με το χαρμόσυνο νέο του τοκετού…, χρήσιμο στους γεωργούς, στολίδι των αγρών, των ποταμιών, των καμπαναριών.
Μετά από μια σύντομη συγκατοίκηση το ζευγάρι των πελαργών χάλασε. Από ατύχημα μάλλον, αφού οι πελαργοί ζευγαρώνουν για μια ζωή. Σύντροφοι πιστοί, κουβαλητάδες ακούραστοι, ζευγάρια αλληλέγγυα και οργανωμένα. Τώρα ο ένας πελαργός κάθεται στη νέα φωλιά, αλλά ο άλλος δεν πλησιάζει. Ακόμα κι όταν μένει μόνος του, μετακομίζει από στύλο σε στύλο, δεν πάει στο καμπαναριό της εκκλησίας, δεν πετά ψηλά, μας κοιτά επιτιμητικά και θλιμμένα. Τον μοναχικό μας πελαργό, τον ονόμασα γι αυτό «θλιμμένο στυλίτη».
Το καλοκαίρι που μας πέρασε ο μοναχικός πελαργός έφτασε και στη γειτονιά μας, ήρθε σε έναν κοντινό στύλο, έμεινε εκεί για αρκετή ώρα και πλησίασα για να τον φωτογραφίσω. Με κοιτούσε με κάποια περιέργεια, με μια ελαφρά κλίση της κεφαλής, χωρίς να δείχνει ωστόσο ανήσυχος. Έκανα κάποιες προσπάθειες από διαφορετικές γωνίες, δεν είναι ευχάριστο να βλέπεις τον άρχοντα των αιθέρων μέσα στα καλώδια και τον άφησα στη μοναξιά και στη θλίψη του.
Θυμούμαι όμως από την εποχή που ήμουν μαθητής στο Δημοτικό, (τριθέσιο σχολείο είχαμε στη δεκαετία του 1960 στη Γεράνεια) κάποιες μαγευτικές σκηνές με τους πελαργούς, τα λελέκια, όπως τα λέγαμε.
Πρώτα θυμούμαι την άφιξή τους, την άνοιξη, μαζί με τα χελιδόνια… Από το σχολείο που βρίσκεται κοντά στην εκκλησία, βλέπαμε την ωραία στιγμή της καθόδου του ζεύγους, της κατάληψης της φωλιάς, τον χαιρετισμό προς τους χωριανούς με τον παρατεταμένο και χαρακτηριστικό κρότο του ράμφους τους. «Ήρθαμε…ήρθε η άνοιξη…»..Πώς να παρακολουθήσεις το μάθημα με τέτοιο θέαμα; Αγωνία λοιπόν μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι του διαλείμματος. Συχνά είχαμε και εισβολείς, «ξένους» δηλαδή που εφορμούσαν για να διώξουν τους «δικούς» μας. Εκεί να δεις αερομαχίες, βιαστικές στροφές στον αέρα, μικρούς κύκλους με ανοιγμένα σε όλο τους το μήκος τα μεγάλα φτερά, κάθετες εφορμήσεις, μάχες με τα νύχια, δυνατά τσιμπήματα, μέχρι που να το πάρουν απόφαση οι …παρείσακτοι και να φύγουν προς το Λυκούδι ή την Κοκκινόγη.
Μετά την εγκατάσταση στη φωλιά κι αφού είχε φύγει ο κίνδυνος των επιθέσεων, άρχιζε το έργο της συντήρησης της φωλιάς. Φαίνεται ότι ήξεραν το χωριό και την τοπική γεωγραφία, αφού τα περσινά πελαργόπουλα συνήθως επέστρεφαν στη φωλιά όπου είχαν γεννηθεί. Για μέρες κουβαλούσαν στεγνά ξυλαράκια, ξερά χόρτα και άχυρα, το έργο ήταν σημαντικό, το αποτέλεσμα εκπληκτικό. Έτσι, μια ολοστρόγγυλη, μεγάλη φωλιά υψώνονταν στο καμπαναριό, κι άρχιζε ο καιρός της σαγήνης, των ερώτων, των αυγών και της επώασής τους…
Το Πάσχα πάλι, με το που ακούγονταν το «Χριστός Ανέστη…» (αξέχαστη για τη γενιά μας η φωνή του παπα-Αντώνη), μόλις έσκαγαν οι κροτίδες το βράδυ της Ανάστασης, το ζευγάρι των πελαργών ξυπνούσε, κάποιες χρονιές τα ασπρόμαυρα πουλιά πετούσαν τρομαγμένα μέσα στη νύχτα για να ξανάρθουν λίγα λεπτά αργότερα. Λίγες μέρες αργότερα θα έρχονταν η ώρα των νεοσσών…Δύο, τρία, τέσσερα και μερικές φορές και πέντε μικρά μεγάλωναν με φροντίδα, με αγάπη. Τα μικρά περίμεναν υπομονετικά την επιστροφή των γονιών τους για να φάνε, αλλά μετά από λίγες μέρες ζητούσαν λαίμαργα το συσσίτιό τους, φαίνονταν στην άκρη της φωλιάς τα κόκκινα μικρά ράμφη ανοιχτά…
Κι έρχονταν αργότερα η ώρα της εκπαίδευσης, το μάθημα της πτήσης, η ισορροπία. Πρώτα επί τόπου, στη φωλιά, ανοίγοντας τα μεγάλα τους φτερά, ανακαλύπτοντας τη δυναμική, την αντίσταση του αέρα, τη χαρά της ελευθερίας…Ετσι μια μέρα μετά από λίγες δοκιμές σηκώνονταν λίγα μέτρα πάνω από τη φωλιά τους, μέχρι να τολμήσουν το μεγάλο άλμα στο κενό, το μεγάλο στοίχημα προς στην ελεύθερη ζωή. Οι γονείς συνόδευαν τα μικρά πουλιά, σε αέναους γύρους πάνω από το χωριό, σε ομόκεντρους κύκλους γύρω από την εκκλησία και το καμπαναριό…
Κι όταν μύριζε φθινόπωρο, όταν τα πρώτα μαύρα σύννεφα μαζεύονταν στον Όλυμπο, οι γονείς καλούσαν τα μικρά, τα νουθετούσαν για το μεγάλο ταξίδι, είναι αποδημητικά πουλιά, το ένστιγκτο αυτό δεν χάνεται…Κι έτσι αποφάσιζαν έτσι να φύγουν μαζύ, ολόκληρη η οικογένεια, για να συνατήσουν πιο κάτω άλλα λελέκια και να κάνουν όλα μαζύ το μεγάλο ιπτάμενο καραβάνι προς το νότο…
Η φυγή τους μας γέμιζε με λύπη και θλίψη. Ο χειμώνας έρχονταν, με τα τα κρύα, τα χιόνια, τις λάσπες, το πυκνό σκοτάδι της νύχτας που έσπαγε μόνο όταν είχε φεγγαράδα ή παγερή αστροφεγγιά…Αργότερα ένοιωσα την ίδια θλίψη όταν κατάλαβα ότι στη ζωή συμβαίνουν πράγματα που δεν μπορείς να τα εξηγήσεις: «…γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά και το τιτίβισμα των πουλιών, θ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά και νότο, θ’ αδειάσουν τα μάτια σου απ’ το φως της μέρας, πως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια » (Γιώργος Σεφέρης).
του
Αθανασίου Θεοδωράκη,
πολιτικού επιστήμονα