Τη διερεύνηση των πτυχών εκείνων που προσδιορίζουν σήμερα την οικονομική και κοινωνική θέση των αγροτών επιδιώκει ο Αθανάσιος Θεοδωράκης, πολιτικός επιστήμονας και πρώην αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής της ΕΕ σε θέματα διεθνούς ανάπτυξης.
Ως βάση του συλλογισμού λαμβάνεται η επείγουσα ανάγκη προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος που προέρχεται από εν γένει άσκηση αγροτικής δραστηριότητας, στα πλαίσια όμως της συνταγματικής αρχής που επιτάσσει την ισότιμη συμμετοχή των πολιτών στα φορολογικά βάρη. Πρόκειται για ένα περίπλοκο θέμα το οποίο συνδέεται με πολιτικές πρακτικές, συντεχνιακά συμφέροντα, ισχυρή γραφειοκρατία και βεβαίως παγιωμένες κοινωνικές αντιλήψεις και στερεότυπα.
Κατ’αρχήν πρέπει να γίνει σαφές ότι η ελληνική Πολιτεία και η ΕΕ έχουν προσδιορίσει σε διαφορετικές διαδοχικές φάσεις τα κριτήρια της αγροτικής ιδιότητας είτε λόγω των επιδοτήσεων, είτε λόγω της φορολογικής πολιτικής. Στην Ελλάδα ειδικότερα, η κομματική παροχολογία, στα πλαίσια της καθιερωμένης πελατειακής λογικής, δημιούργησε πρόσθετες δυσκολίες. Υπάρχουν σήμερα αρκετοί ορισμοί του αγρότη/γεωργού, συχνά αντιφατικοί και επικαλυπτόμενοι, που βρίσκονται σε Νόμους, Κανονισμούς, Οδηγίες, αλλά και σε ερμηνευτικές Εγκυκλίους και Υπουργικές αποφάσεις που αφορούν την εφαρμογή των μέτρων ενίσχυσης ή την υλοποίηση των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης. Με την επιφύλαξη συνεπώς των ισχυουσών εθνικών και κοινοτικών διατάξεων σε όλους τους τομείς, για τις οποίες απατείται μια ενδελεχής νομική εργασία ακριβούς καταγραφής και προσδιορισμού τους, παραθέτω προς συνεκτίμηση τα εξής στοιχεία:
-Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της ΕΕ, είναι η παλαιότερη κοινοτική πολιτκή και ορίζει εδώ και πολλές δεκαετίες, τα ισχύοντα στον τομέα της αγροτικής πολιτικής, επηρεάζοντας σαφώς το αγροτικό εισόδημα και την παραγωγή, μέσω των διαφόρων ενισχύσεων και προγραμμάτων. Η ενίσχυση στην παραγωγή, υπό μορφή άμεση ή έμμεση, αφορά όλα τα κράτη-μέλη και καλύπτει τις σημαντικότερες αγροτικές δραστηριότητες. Αυτή η κοινή πολιτική διαμόρφωσε ένα ξεχωριστό και αρκετά γραφειοκρατικό θεσμικό πλαίσιο κι ένα οικονομικό τοπίο, που εξυπηρετεί πέραν του αγρο-διατροφικού τομέα κι άλλες κοινωνικές ανάγκες (π.χ. έργα υποδομών, περιβάλλον). Η ΚΑΠ αλλάζει αργά, κάθε επταετία περίπου, αλλά οι δομές που δημιουργούνται εξακολουθούν να ισχύουν και στην επόμενη φάση, ενώ τα «ιστορικά δικαιώματα» και οι συναφείς ενισχύσεις που εκχωρούνται από την Πολιτεία, εθίζουν στους παραγωγούς σε συγκεκριμένες δραστηριότητες, και δημιουργούν στρεβλώσεις και αποκλίσεις από την αγορά, η οποία βεβαίως αλλάζει πολύ γρήγορα. Η στροφή και ο εθισμός των παραγωγών στις επιδοτούμενες καλλιέργειες συνετετέλεσε στην εγκατάλειψη παραδοσιακών καλλιεργειών και το παράλληλα άνοιγμα της εθνικής αγοράς σε συνδυασμό με τις «ελληνοποιήσεις» εισαγομένων προϊόντων, οδήγησε ολόκληρους κλάδους στον αφανισμό. Δυστυχώς οι επιδοτήσεις ιστορικά δεν ενίσχυσαν την παραγωγή (υποδομές, βελτίωση μονάδων, μείωση του κόστους παραγωγής), αλλά διοχετεύθηκαν χωρίς έλεγχο σε μη παραγωγικές επενδύσεις (ακίνητα, αυτοκίνητα) και στην κατανάλωση εισαγομένων προϊόντων.
-Η εθνική νομοθεσία συνήθως ακολουθεί την ΕΕ και είναι εφαρμοστική των κοινοτικών κανονισμών, ενώ σε κάθε κανονισμό υπάρχει η γνωστή φράση «τα κράτος-μέλος δύναται….». Αυτό σημαίνει ότι το κάθε κράτος έχει την δυνατότητα χρήσης μιας μορφής ευελιξίας στην εφαρμογή των κανονισμών της ΕΕ κι αυτό σημαίνει αποκλίσεις από κράτος σε κράτος, ανάλογα με τις προτεραιότητες και τις επιλογές του. Η φορολογική πολιτική είναι εν πολλοίς υπόθεση των εθνικών κυβερνήσεων κι έτσι εξηγούνται οι διαφορετικές προσεγγίσεις, οι διαφοροποιήσεις σε ό,τι αφορά ορισμούς όπως το κατώτατο εισόδημα, το «κατώφλι της φτώχειας», το ύψος του αφορολόγητου εισοδήματος, συντελεστές φορολογίας, κοκ. Σε χώρες όπως η Ελλάδα όπου οι αλλαγές της φορολογικής νομοθεσίας είναι συχνότατες και μάλιστα μέσα στο ίδιο οικονομικό έτος, αυτό δημιουργεί ένα λαβύρινθο νομικών διατάξεων που περιπλέκονται περισσότερο από τις δεκάδες εφαρμοστικές αποφάσεις και εγκυκλίους που έπονται. Ο έλεγχος, ο εναρμονισμός όλων αυτώ των ρυθμίσεων, η σαφήνεια και κυρίως η απλοποίηση των διαδικασιών είναι πλέον μια απαραίτητη εργασία. Εφόσον βεβαίως δεν υπάρχει στην ΕΕ κοινή φορολογική πολιτική, όλες οι κατηγορίες υπακούουν στην εθνική νομοθεσία.
-Η έννοια της επιχείρησης όπως εξελίχθηκε μέχρι σήμερα, δεν αφορά τις αμιγώς αγροτικές επιχειρήσεις, αφού η κοινοτική και εθνική νομοθεσία, για λόγους γενικότερου συμφέροντος θεωρούν ότι η αγροτική δραστηριότητα στα πλαίσια της ΚΑΠ (ρυθμίσεις, αδειοδοτήσεις, έλεγχοι, «ιστορικά δικαιώματα» για επιδοτήσεις, ρυθμίσεις και παρεμβάσεις στην αγορά, κίνητρα, πρόστιμα, κοκ) λειτουργεί ως ένα αυτοτελές «ειδικό καθεστώς». Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το καθεστώς αυτό δημιούργησε στην πράξη ένα «ειδικό επάγγελμα» και γι αυτό η φορολογική του αντιμετώπιση δεν πρέπει να εδράζεται σε μια γενική οριζόντια βάση αύξησης των εσόδων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η γενικότερη λογική και σκοπιμότητα της αγροτικής δραστηριότητας.
-Λόγω λοιπόν των ειδικών αναγκών και της ανάγκης αυστηρού ελέγχου των κοινοτικών πόρων, οι προσδιορισμοί αλλάζουν συχνά με κάθε νέο κανονισμό ή νόμο, και εισάγουν στοιχεία που δεν απαντώνται σε άλλα επαγγέλματα, κατηγορίες ή ενασχολήσεις: π.χ. κατά κύριο ή αποκλειστικό επάγγελμα αγρότης, ελάχιστος χρόνος απασχόλησης εντός της εκμετάλλευσης, εργατοώρες απασχόλησης ανάλογα με την δραστηριότητα, περιορισμοί άσκησης δραστηριότητας στον χώρο της Κοινότητας ή του Δήμου, αγροτικό εισόδημα από ετεροεπαγγελματίες, εισόδημα από ενοικίαση γης, ετήσιες δηλώσεις ΟΣΔΕ με ταυτοποιήσεις κτημάτων και σύστημα ελέγχου των ζώων, κλπ. Ο Υπουργός Γεωργίας καθορίζει εξάλλου με απόφασή του το ποσοστό του ετήσιου χρόνου απασχόλησης στη γεωργία ανά προϊόν και ανά καλλιεργούμενη έκταση. Ο χρόνος αυτός μεταφράζεται από τον ΟΠΕΚΕΠΕ με βάση την ετήσια δήλωση ΟΣΔΕ σε «δικαιώματα», μέσα από ένα δαιδαλώδες σύστημα που μόνο οι ειδικοί κατανοούν. Η ανάγκη συμπερίληψης της οικογενειακής διάστασης, αφού από τη φύση της η αγροτική δραστηριότητα εμπλέκει συχνά ολόκληρη την οικογένεια (π.χ. θερμοκήπιο, κτηνοτροφία) καθιστά το εγχείρημα δυσκολότερο. Στην πράξη κάθε νέος κανονισμός ή ορισμός περιπλέκει κι άλλο τα πράγματα, ενώ έχουμε άμεση ανάγκη απλοποίησης. Στη νέα ΚΑΠ σημασία έχει πλέον ο ορισμός του «ενεργού αγρότη» κι αυτό έχει σημασία για μια σειρά ζητήματα, όπως είναι οι «μεταβιβάσεις δικαιωμάτων», η ενοικίαση γης, οι φορολογικές ελαφρύνσεις, κλπ. Παραπέμπω για μια συνολικότερη απεικόνιση στα στοιχεία της ΠΕΝΑ: «Με την νόθευση της εκπροσώπησης των αγροτών, με «Μητρώο Αγροτών» στο οποίο εγγράφονται και απασχολούμενοι με εισόδημα μόνο κατά 35% από αγροτικά επαγγέλματα αλλά και οι συνταξιούχοι αγρότες, με επαγγελματίες αγρότες αλλά και ετεροεπαγγελματίες παραγωγούς 1.200.000 Έλληνες και Αλλοδαπούς να έχουν εισόδημα από αγροτική δραστηριότητα, με 850.000 να εισπράττουν ενιαία ενίσχυση από την ΚΓΠ της ΕΕ, με 500.000 περίπου να δηλώνουν «αγρότες 35%», με εκτιμώμενους 320.000 «κατά κύριο επάγγελμα αγρότες» , συμπεριλλαμβάνοντας και τους συνταξιουχους αγρότες, άνω των 65 ετών και με μόνο 180.000 πραγματικούς αγρότες, δηλαδή κάτω των 65 ετών αποκλειστικά απασχολούμενους με την αγροτική παραγωγή ως επάγγελμα, το σύνολο αυτό δεν βοηθά στην διαμόρφωση ενός υγιούς, ειλικρινούς και εφαρμόσιμου συμβολαίου μεταξύ αγροτών και καταναλωτών, το οποίο να έχει πιθανότητα πραγματικής συμβολής στην ανάπτυξη και την ευημερία του τόπου, με παραγωγή πλούτου και όχι μόνο δικαιολόγηση επιδοτήσεων.» (http://www.neoiagrotes.gr/el/content/einai-dyskolo-na-eisai-agrotis-kai-tragiko-na-eisai-neos-agrotis).
-Η ανάγκη ακριβούς προσδιορισμού του αγροτικού εισοδήματος και ειδικά των καθαρών κερδών που προκύπτουν μετά τον συμψηφισμό εσόδων-εξόδων και κατ’επέκταση η δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών μεταξύ των πολιτών, πρέπει να λάβει υπόψη της πέραν των ανωτέρω και τους φυσικούς περιορισμούς της αγροτικής δραστηριότητας: τα στοιχεία της φύσης δεν ελέγχονται, οι παραγωγοί είναι εκτεθειμένοι καθημερινά σε πολλούς κινδύνους που δεν καλύπτονται από τον ΕΛΓΑ στο σύνολό τους και γι αυτούς τους λόγους, ειδικά στις δυσπρόσιτες ή μειονεκτικές από πλευράς πρόσβασης περιοχές, η ΕΕ και η Πολιτεία έχουν θεσπίσει ειδικές ενισχύσεις οι οποίες δεν αποτελούν κλασσική περίπτωση εισοδήματος. Πρόκειται για ενισχύσεις εγκατάστασης, διαβίωσης, συντήρησης του χώρου και αποφυγής της ερήμωσης του τόπου, αφού η αγροτική δραστηριότητα είναι πολυδιάστατη.
-Η αγορά από τη φύση της δεν μπορεί εγγυηθεί το αγροτικό εισόδημα. Οι τιμές των βασικών προϊόντων είναι συνάρτηση αφενός των καιρικών συνθηκών και αφετέρου αποτέλεσμα προσφοράς και ζήτησης ή διαπραγμάτευσης των αγαθών στα διεθνή χρηματιστήρια. Ορθώς λοιπόν η ΕΕ έχει προβλέψει ενισχύσεις υπέρ της αγροτικής δραστηριότητας. Η κοινωνία και η οικονομία χρειάζονται αγροτικά προϊόντα σε σταθερή βάση, προϊόντα πολλά και καλής ποιότητας, γι αυτό και υπάρχουν τα κοινοτικά Ταμεία παρέμβασης και υποδομών ώστε να λειτουργεί ομαλά το σύστημα μέσω των κινήτρων, τουλάχιστον για τους μικρούς και μεσαίους παραγωγούς. Οι μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις είναι προσανατολισμένες στην αγορά και τις εξαγωγές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν κάνουν κι αυτές χρήση των επιδοτήσεων. Η φθίνουσα πορεία της αγροτικής οικονομίας, η μεγάλη μείωση του αριθμού των απασχολουμένων και η κοινωνική απαξίωση του αγρότη είναι σημεία που αποδεικνύουν τις εγγενείς δυσκολίες της ενασχόλησης στην ύπαιθρο, πράγμα που αντανακλάται και στις προτιμήσεις των νέων σχετικά με τον επαγγελματικό προσανατολισμό.
-Για τους λόγους αυτούς θεωρώ ότι οι αγρότες είναι παραγωγοί προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά δεν είναι ούτε κατά νόμο ούτε και στην πράξη ελεύθεροι επαγγελματίες ή επιτηδευματίες και γι αυτό δεν πρέπει να εξομοιωθούν φορολογικά αυτούς. Οι κοινοτικές και οι εθνικές ρυθμίσεις είναι ειδικές, λεπτομερείς και αυστηρές κι επομένως ο αγρότης δεν έχει την δυνατότητα επιλογής και την ελευθερία κινήσεων του ελεύθερου επιχειρηματία ή επιτηδευματία κατά το κοινοτικό και εθνικό, αστικό και εμπορικό δίκαιο. Υπάρχουν αυστηροί περιορισμοί στις καλλιέργειες, απαιτούνται ειδικές άδειες καλλιεργειών ή κτηονοτροφίας, υπάρχουν οι ΚΟΑ που θέτουν όρια στη δραστηριότητα, π.χ. οι αμπελοκαλλιέργειες και γι αυτό θα πρέπει να υπάρχουν ειδικές φορολογικές ρυθμίσεις για τους αγρότες-παραγωγούς στη βάση της αρχής της αναλογικότητας και με σεβασμό των κοινοτικών προβλέψεων και πρακτικών. Η νομολογία του ΔΕΚ δεν συνηγορεί βεβαίως υπέρ της εξαίρεσης των αγροτών από τις εθνικές φορολογικές ρυθμίσεις, αλλά πρέπει όμως να αποφευχθούν μέτρα που αφενός υποσκάπτουν την έννοια του παραγωγού κι αφετέρου οδηγούν σε περαιτέρω μείωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων σε σχέση με τους εταίρους μας στην ΕΕ. Δεν νοείται π.χ. προκαταβολή φόρου για τους μικρούς τουλάχιστον παραγωγούς, των οποίων το ετήσιο καθαρό εισόδημα δεν υπερβαίνει ένα ύψος, όπως τα 12.000 ευρώ. Οι ισχύουσες νομοθετικές προβλέψεις είναι αντιπαραγωγικές και ο κίνδυνος της εγκατάλειψης των μικρών εκεμεταλλεύσεων εμφανής. Πρέπει να βρεθούν λύσεις τώρα και πριν είναι αργά, πριν δηλαδή επέλεθει το μοιραίο χτύπημα. Αξίζουν τέλος επισήμανσης οι σχετικές προτάσεις του ΓΕΩΤΕ/ΔΜ: «Αλλά και η επιχειρούμενη εξομοίωση της φορολόγησης των αγροτών με τους ελεύθερους επαγγελματίες είναι απολύτως λανθασμένη γιατί στην αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα υπάρχουν ιδιαίτερες συνθήκες, όπως συχνές φυσικές καταστροφές της παραγωγής, αλλά και των παραγωγικών μέσων από αβιοτικούς (χαλάζι, παγετός, ξηρασία, πλημμύρα κ.α) και βιοτικούς (εντομολογικές προσβολές, μυκητολογικές, βακτηριολογικές, ιολογικές ασθένειες κ.α.) παράγοντες, η απόδοση οικονομικού αποτελέσματος μιας επένδυσης μετά από χρόνια (π.χ. φύτευση καρποφόρων δέντρων) ή η τακτική παραγωγή ανά διετία ή τριετία (παρενιαυτοφορία της ελιάς). Στο αγροτικό εισόδημα, επίσης, σε αντίθεση με τους ελεύθερους επαγγελματίες, η φορολογητέα ύλη είναι καταγεγραμμένη, ελεγχόμενη και επιδοτούμενη (ΟΣΔΕ, δίκτυο γεωργικής λογιστικής παρακολούθησης – RICA και λοιπά στοιχεία) και συνεπώς η πιο αποτελεσματική, επιστημονική και δίκαιη μέθοδος φορολόγησης είναι αυτή που έχουν προτείνει από κοινού το ΓΕΩΤ.Ε.Ε., τα Τμήματα Αγροτικής Οικονομίας των Ελληνικών ΑΕΙ και η Π.Ε.Ν.Α.» (http://www.e-geoponoi.gr/2010-01-09-21-08-09/11395-2015-09-04-19-26-11.html)
-Τούτων δοθέντων η αγορά ή πώληση αγροτικού προϊόντος πρέπει οπωσδήποτε να συνοδεύεται από ένα επίσημο παραστατικό (τιμολόγιο πώλησης ή αγοράς), αφού το τεκμαρτό εισόδημα είναι και ανεπερκές και άδικο. Η φοροδιαφυγή οργιάζει τόσο στα αστικά κέντρα όσο και στην επαρχία και πρέπει να τεθεί φραγμός στις σημερινές πρακτικές της γενικής ανομίας. Ο έλεγχος και η απόδοση ενός εκλογικευμένου ΦΠΑ είναι κεντρικό ζήτημα της σύγχρονης οικονομικής ζωής και θα πρέπει όλοι οι πολίτες να είναι συνεπείς, οι δε παραβάτες να υφίστανται τις συνέπειες. Αφού η ετήσια δήλωση εισοδήματος του αγρότη-παραγωγού βασίζεται πλέον σε αποδείξεις, τιμολόγια, συμβόλαια, βεβαιώσεις ενισχύσεων, ΟΣΔΕ, κοκ, η δημόσια πολιτική έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που της επιτρέπουν να λειτουργεί συνεκτικά και αποτελεσματικά. Ετσι οι επενδύσεις του αγρότη σε ακίνητα ή μηχανήματα πρέπει να λαμβάνονται διαχρονικά υπόψη εκ μέρους της φορολογικής αρχής, ενώ η μεταποίηση προϊόντων εκ μέρους του παραγωγού και ειδικά η οικοτεχνία πρέπει να τύχουν ευνοϊκής φορολογικής μεταχείρισης, ιδιαίτερα σε μια χώρα που θέλει να συνδέσει τον τουρισμό με την αγροτική παραγωγή και την πολιτιστική και γαστρονομική παράδοση. Γι αυτό είναι απείρως προτιμότερο και αποδοτικότερο να εστιάσουμε σήμερα στην καταπολέμηση της αγροτικής φοροδιαφυγής μέσω της καταβολής και απόδοσης του ΦΠΑ και στην προοδευτική φορολόγηση των καθαρών κερδών, εστιάζοντας κυρίως στις αγροτικές επιχειρήσεις, στο εμπόριο αγροτικών προϊόντων και θέτοντας ένα λογικό αφορολόγητο όριο για τους μικρούς παραγωγούς. Προτείνω γι αυτό τη σύνταξη ενός «Κώδικα φορολογίας αγροτικού εισοδήματος», ώστε να καλύπτονται με σαφήνεια όλες οι περιπτώσεις και να διασφαλίζεται η σταθερότητα των οικονομικών και επενδυτικών δραστηριοτήτων.
-Στην Ελλάδα ειδικά, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, του δημογραφικού προβλήματος και της επί σειρά δεκαετιών εγκατάλειψης της γεωργίας, πρέπει να γίνει άμεσα η επεξεργασία μιας πολιτικής αγροτικής ανάπτυξης, με διαμόρφωση εθνικών στόχων και εξειδίκευση ανά Περιφέρεια και προϊόν. Με την ευκαιρία της νέας ΚΑΠ πρέπει να θέσουμε ως στόχο την δραστική μείωση του κόστους παραγωγής, την στροφή στην ποιότητα και την εξωστρέφεια για να μειωθεί το σημαντικό εμπορικό έλλειμμα και κυρίως την προσέλκυση νέων στον αγροτικό χώρο. Η κρίση είναι ευκαιρία, η αγροτική επιχειρηματικότητα πρέπει να μπει σε νέα βάση, με στόχους, κίνητρα, επενδύσεις και δάνεια μέσω ειδικών προβλέψεων και με δημιουργία δημόσιας επενδυτικής τράπεζας. Οι παρεμβάσεις πρέπει να είναι μελετημένες και συνολικές, αφού η κοινωνική απαξίωση του αγρότη και ο τρόπος ζωής των τελευταίων δεκαετιών αποτελούν τη βασική αιτία αποστροφής της νεολαίας προς το αγροτικό επάγγελμα. Η επιστροφή στο χωριό, στην παραγωγή μπορεί να γίνει όταν η επίσημη πολιτική καλύπτει όλες τις πτυχές: συμβουλή, κατεύθυνση, κίνητρα, υπευθυνότητα αντί γραφειοκρατίας, ενίσχυση, σκληρή εργασία, ποιότητα, συνεργασία των παραγωγών για πρόσβαση στην αγορά.
Συμπερασματικά θεωρώ ότι τα φορολογικά μέτρα θα πρέπει να είναι εργαλείο και συνάρτηση μιας συγκροτημένης και συνεκτικής δημόσιας αγροτικής πολιτικής που σήμερα δεν υπάρχει. Αυτή η νέα πολιτική θα αποσκοπεί στην ριζική αλλαγή των όρων άσκησης αγροτικής δραστηριότητας, με άμεσο εξορθολογισμό των υφισταμένων ρυθμίσεων, επανεξέταση όλων των παρακρατήσεων υπέρ τρίτων, κλπ, τόνωση της επιχειρηματικότητας και της οικογενειακής εκμετάλλευσης, ώστε η χώρα μας να αξιοποιήσει με επιτυχία τα εκπληκτικά συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Μελέτες και προτάσεις υπάρχουν, τόσο για τη συμβατική όσο και για τη βιολογική γεωργία, αλλά αυτό που λείπει είναι η βούληση για ορθολογισμό και διαμόρφωση εθνικής πολιτικής αγροτικής ανάπτυξης. Η παραγωγή, η μεταποίηση, το σύστημα των αγρο-συνεργειών, η ποιότητα, οι εξαγωγές, η κοινωνική ασφάλιση, οι επενδύσεις, οι επιδοτήσεις, ο ΕΛΓΑ, οι συντάξεις, κοκ, όλα αυτά είναι στοιχεία για μια συνεκτική πολιτική που θα καλύπτει σαφώς και τη φορολογική πτυχή. Το ζητούμενο είναι η νέα αυτή πολιτική, να λειτουργεί με τρόπο δίκαιο, ανταγωνιστικό και αποτελεσματικό, ώστε να επιβιώσει και να προκόψει ο πρωτογενής τομέας για να αντισταθεί η χώρα στην κρίση. Διαφορετικά η φθίνουσα πορεία του χώρου θα συνεχιστεί και οι συνέπειες για την εθνική οικονομία θα είναι δυσβάστακτες.
Η πολιτική πρέπει συνεπώς τώρα να παρέμβει. Προτείνω να συνέλθει άμεσα το Εθνικό Συμβούλιο Αγροτικής Πολιτικής, με συμμετοχή όμως και των εκπροσώπων των παραγωγών, για να συντάξει πόρισμα και να προτείνει νέες κατευθύνσεις. Το πόρισμά του να σταλεί στη νέα Βουλή, όπου θα πρέπει να συσταθεί άμεσα μια διακομματική επιτροπή για σύνταξη έκθεσης και διατύπωση προτάσεων σχετικά με το μέλλον της εθνικής αγροτικής παραγωγής. Ολα τα άλλα, και τα φορολογικά, θα ακολουθήσουν. Τα μερεμέτια είναι επικίνδυνα, τα λόγια τέλειωσαν, ήρθε η ώρα της πράξης. Η νέα ΚΑΠ αφήνει πολλά περιθώρια σε κάθε κράτος μέλος στην εφαρμογή της πολιτικής, υπάρχει συνεπώς χώρος για εθνικό σχεδιασμό και καθορισμό προτεραιοτήτων.
Του Αθανασίου Θεοδωράκη, πολιτικού επιστήμονα, πρώην Αν. ΓΔ της ΕΕ σε θέματα διεθνούς ανάπτυξης