του Μιλτιάδη Βαρσάμη, οικονομολόγου MSc
Με τον παρόν άρθρο επιδιώκουμε να περιγράψουμε όσο πιο απλά γίνεται το βραχυπρόθεσμο δημοσιονομικό περιβάλλον μέσα στο οποίο θα κληθεί να δράσει η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 25ης Γενάρη.
Δυο είναι τα κύρια -υπό την έννοια της άμεσης επίλυσής τους – οικονομικά προβλήματα με τα οποία θα έρθει αντιμέτωπη. Πρώτον η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος, το οποίο καλώς ή κακώς είναι ο πυλώνας, χωρίς την στήριξή του οποίου δεν μπορεί να επέλθει οικονομική ανάπτυξη και δεύτερον η ομαλή αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων του κράτους.
Όσον αφορά το τραπεζικό σύστημα υπόκειται ήδη σε μείωση της ρευστότητας του. Γιατί συμβαίνει αυτό; Οι τράπεζες αντλούν ρευστότητα από τρεις βασικές πηγές α) τις καταθέσεις που έχουν, β) την ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα (ΕΚΤ) μέσω δανείων και γ) τους ιδιώτες επενδυτές (αγορές). Από τις τελευταίες είναι αποκλεισμένες, καθώς οι ιδιώτες επενδυτές εγχώριοι και ιδίως ξένοι δεν τις εμπιστεύονται λόγω της αβεβαιότητας που υπάρχει. Απομένουν λοιπόν οι καταθέσεις και η ΕΚΤ. Οι καταθέσεις με τη σειρά τους και αυτές μειώνονται λόγω των αναλήψεων που γίνονται είτε για να πληρωθούν υποχρεώσεις των νοικοκυριών ( κυρίως φόροι ) είτε για τοποθετηθούν σε αλλά πιο ασφαλή «καταφύγια». Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι τον Δεκέμβριο του 2014 «σηκώθηκαν» από τις τράπεζες 3 δις ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό για το Νοέμβριο 2014 ήταν μόλις 200 εκατομμύρια ευρώ. Παράλληλα οι καταθέσεις μειώθηκαν σωρευτικά τα χρόνια του μνημονίου (2010 -2014) από 237,53 δις. ευρώ σε 164 δις. ευρώ. Η άλλη πηγή χρηματοδότησης που είναι η ΕΚΤ, για να δανείσει τις τράπεζες απαιτεί για ενέχυρο κάποιες εγγυήσεις. Τις εγγυήσεις αυτές τις δίνει το Ελληνικό Δημόσιο. Με τον τρόπο αυτό οι εμπορικές τράπεζες δανείζονται από την ΕΚΤ με επιτόκιο 1,05% (0,05 % είναι το επιτόκιο δανεισμού από την ΕΚΤ και 1,00% είναι η προμήθεια που πληρώνουν οι τράπεζες στο Δημόσιο για τις εγγυήσεις που παρέχει.
Το πρόβλημα με αυτού του είδους χρηματοδότησης είναι ότι η ΕΚΤ δέχεται τις εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου εφόσον η Ελλάδα βρίσκεται σε πρόγραμμα προσαρμογής (δηλ. μνημόνιο) το οποίο λήγει τον Φεβρουάριο. Να λοιπόν γιατί ο Μάρτιος είναι κρίσιμος μήνας. Διότι εάν δεν έχει συμφωνηθεί η διάδοχη κατάσταση του μνημονίου, η ΕΚΤ σταματά να χορηγεί ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες. Τι γίνεται τότε; Για αυτή την περίπτωση έχει προβλεφτεί ο μηχανισμός ΕLA ( Emergency Liquidity Assistance) δηλαδή ο μηχανισμός επείγουσας παροχής Ρευστότητας. Πρακτικά ο μηχανισμός δίνει το δικαίωμα στην τράπεζα της Ελλάδος ( ΤτΕ) να δανείσει τις ελληνικές τράπεζες δεχόμενη ως ενέχυρο εγγυήσεις χαμηλότερης αξιοπιστίας. Σε αυτόν τον μηχανισμό έχουν ήδη αιτηθεί να προσφύγουν δύο μεγάλες ελληνικές τράπεζες (συστημικές τράπεζες). Δύο είναι τα θέματα που ανακύπτουν από την προσφυγή στον ΕLA. Πρώτον το κόστος δανεισμού των τραπεζών διπλασιάζεται σε σχέση με το δανεισμό από την ΕΚΤ σε 2,55%, πράγμα που σημαίνει ακριβότερα και λιγότερα δάνεια προς τα νοικοκυριά και κυρίως προς τις επιχειρήσεις. Δεύτερον ο ELA έχει διάρκεια χρήσης μέχρι τέλος Ιουνίου 2015. Να μια άλλη κρίσιμη ημερομηνία.
Ας περάσουμε τώρα στις δανειακές υποχρεώσεις του Ελληνικού Κράτους. Το δίμηνο Φεβρουαρίου –Μαρτίου το ελληνικό δημόσιο πρέπει να πληρώσει έντοκα γραμμάτια αξίας 7 δισ και 4 δισ σε τοκοχρεολύσια δανείων από το εξωτερικό. Σύνολο 11 δις ευρώ. Τα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου δεν επαρκούν για να πληρωθούν αυτές οι υποχρεώσεις, όποτε θα χρειαστεί να προχωρήσει στην έκδοση εντόκων γραμματίων. Υπό φυσιολογικές συνθήκες τα έντοκα γραμμάτια αγοράζονται και από ξένους επενδυτές. Οι τελευταίοι όμως δεν αγοράζουν λόγω της οικονομικής και πολιτικής αστάθειας. Συνεπώς το βάρος “πέφτει” στις Ελληνικές τράπεζες, οι οποίες θα κληθούν να αγοράσουν τα γραμμάτια δανείζοντας με τον τρόπο αυτό το κράτος. Το ερώτημα που προκύπτει είναι πού θα βρουν τα χρήματα οι τράπεζες να αγοράσουν δεδομένου ότι η ρευστότητα τους είναι περιορισμένη και γι αυτό άλλωστε όπως αναφέραμε παραπάνω έχουν προσφύγει στον ELA; Η αδυναμία αυτή των ελληνικών τραπεζών να αγοράσουν έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου φάνηκε και από την τελευταία δημοπρασία εντόκων γραμματίων η οποία ολοκληρώθηκε με δυσκολία και για αυτό απαιτήθηκε η συνδρομή του Κοινού Κεφαλαίου Νομικών Προσώπων Δημόσιου Δικαίου και των ασφαλιστικών Ταμείων. Με απλά λόγια το δημόσιο χρειάζεται χρήματα, εκδίδει έντοκα γραμμάτια, οι τράπεζες δεν μπορούν να τα αγοράσουν όλα και η Τράπεζα της Ελλάδος χρησιμοποιεί τα αποθεματικά διαφόρων φορέων του δημόσιου και των ασφαλιστικών ταμείων, για να αγοράσει τα έντοκα γραμμάτια που δεν μπόρεσαν να αγοράσουν εξ’ ολοκλήρου οι τράπεζες. ( σημ. Η χρήση του Κοινού Κεφαλαίου επιτρέπεται από το νόμο 2469/1997 άρθρο 15.παρ 11, υποπάρ. γ’).
Τον Απρίλιο και Μάιο η κατάσταση είναι υπό έλεγχο με τις πληρωμές των τοκοχρεολυσίων να ανέρχονται σε 620 εκατομμύρια και 1,09 δισ αντίστοιχα. Τα πράγματα δυσκολεύουν και πάλι τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο, όπου θα απαιτηθούν 2,62 δισ, 5,12 δισ και 3,69 δισ αντίστοιχα. Συνολικά για αυτούς τους μήνες θα απαιτηθούν 11,43 δισ. Ενδεχομένως ένα μέρος θα καλυφτεί με εκδόσεις εντόκων γραμματίων του δημοσίου, ενέργεια που θα δημιουργήσει ασφυκτικές πιέσεις τόσο στο τραπεζικό σύστημα όσο και στο Κοινό Κεφάλαιο. Το μεγαλύτερο μέρος από αυτά 8,8 δισ αναγκαστικά θα καλυφθεί με χρηματοδότηση από τους δανειστές (τρόικα).
Συμπερασματικά το 1ο εξάμηνο του 2015 κράτος και τραπεζικό σύστημα θα δοκιμάσουν τις αντοχές τους και μαζί τους θα δοκιμαστεί και η ήδη καταπονημένη ελληνική κοινωνία, με χρονικά ορόσημα τα τέλη Φλεβάρη και Ιούνη. Φυσικά πρόκειται για ένα χαμένο σε όρους ανάπτυξης εξάμηνο, καθώς ουδείς πρόκειται να επενδύσει σε ένα τέτοιο οικονομικό περιβάλλον αβεβαιότητας. Επίσης πολλά θα εξαρτηθούν και από την απόφαση της ΕΚΤ την Πέμπτη 22 Γενάρη 2015 για τον αν η Ελλάδα θα συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, δηλαδή στην ιστορικής σημασίας απόφαση της ΕΚΤ να «ρίξει» χρήμα στην οικονομία. Για τη σημασία της απόφασης αυτής θα μιλήσουμε εκτενεστέρα σε άλλο άρθρο.
Βαρσάμης Μιλτιάδης
Οικονομολόγος Μsc