Του Γιάννη Μουκίδη
Ημερομηνία – «ορόσημο» αποτελεί, αναμφίβολα, η 6η Οκτωβρίου του 1912, ημέρα που απελευθερώθηκε από τον Τούρκικο ζυγό η πρώτη Ελληνική πόλη, η Ελασσόνα, η απελευθέρωση που άνοιξε για τα καλά το δρόμο για να απελευθερωθούν και άλλες πόλεις και περιοχές. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει πως η προέλαση των Ελληνικών στρατευμάτων ήταν εύκολη και χωρίς βαρύτατο τίμημα σε απώλειες, κατά τις συνεχείς συγκρούσεις και μάχες που ακολούθησαν, μετά τη νικηφόρα μάχη της Ελασσόνας.
Ας θυμίσουμε, πως το 1878 στο συνέδριο του Βερολίνου, είχε δοθεί στην κυριαρχία της Ελλάδος ολόκληρη η Θεσσαλία, εκτός από την περιοχή της Ελασσόνας και του Ολύμπου, που ήταν υπό τον έλεγχο Τουρκικών δυνάμεων.
Η απελευθέρωση των Ελληνικών πόλεων ξεκίνησε στις 6 Οκτωβρίου του 1912 και ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 1913, σηματοδοτώντας ουσιαστικά τον διπλασιασμό της εδαφικής έκτασης της Ελλάδας, αλλά και τον υπερδιπλασιασμό του πληθυσμού της χώρας μας. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, ενδεικτικά αναφέρεται πως μετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων η έκταση της Ελλάδος ανερχόταν σε 120.000 τετραγωνικά μέτρα, ενώ ο πληθυσμός έφθανε τα 5 εκατομμύρια ανθρώπων!
Στις 5 Οκτωβρίου ο Έλληνας πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη απέδωσε ανακοίνωση στην Τουρκία για διακοπή των σχέσεων των δύο κρατών και την κήρυξη του πολέμου. Έτσι η Ελλάδα από τις 5 Οκτωβρίου βρισκόταν πια σε εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία. Στις 2 Οκτωβρίου ετοιμοπόλεμος στρατός από 85.000 περίπου άνδρες είχε καταλάβει τις προδιαγεγραμμένες θέσεις του στη Θεσσαλία κοντά στα σύνορα, κάτω από τη Μελούνα, και περίμενε οδηγίες για την επίθεση κατά των Τούρκων.
[wpg_thumb]
Ο διάδοχος Κωνσταντίνος ήταν επικεφαλής και αρχηγός του Γενικού Επιτελείου ο αντιστράτηγος Γ. Δαγκλής. Την 6η Οκτωβρίου η 1η και 2η Μεραρχία κινήθηκαν για να καταλάβουν την Ελασσόνα, στην οποία θα προέβαλλαν αντίσταση μικρές Τουρκικές δυνάμεις, δηλαδή 3 τάγματα πεζικού, 2 πυροβολαρχίες και μία ίλη ιππικού, οι οποίες ήταν πρόχειρα οχυρωμένες στα υψώματα. Οι Ελληνικές δυνάμεις ακολούθησαν κυκλωτική πορεία, κατευθυνόμενη η πρώτη από ανατολικά και η δεύτερη από δυτικά, και υποχρέωσαν τις Τούρκικες να υποχωρήσουν στις 2 τα ξημερώματα μετά από τρίωρη μάχη, αφού προηγήθηκε και μονομαχία πυροβολικού. Η Ελασσόνα ελευθερώθηκε, αλλά η καταδίωξη των Ελληνικών στρατευμάτων και η υποχώρηση του Τουρκικού στρατού συνεχίστηκαν μέχρι τις 2 το μεσημέρι. Μέχρι το βράδυ της ίδιας ημέρας οι μεραρχίες δεν βρήκαν πουθενά εχθρική αντίσταση, ούτε ήρθαν σε επαφή με τον εχθρό, παρά μόνο στα βορειο-ανατολικά της Σκόμπας και ανατολικά του Δομενίκου ανταλλάχθηκαν τουφεκιοβολισμοί με ανιχνευτικές ομάδες του Τούρκικου ιππικού.
Οι Ελληνικές δυνάμεις έκαναν εισβολή από τρία σημεία: από τον Προφήτη Ηλία και το Μπουγάζι Τυρνάβου με κατεύθυνση το Δαμάσι και την Γκόλα, από το Ρεβένι και τη Γέφυρα Κουτσοχείρου με κατεύθυνση τη Μελόγουστα(σημερινή ονομασία Μεσοχώρι) και από το στενό της Μελούνας προς Τσαριτσάνη. Το ίδιο βράδυ οι δυνάμεις στρατοπέδευσαν ως εξής: η 1η Μεραρχία στα βόρεια της Τσαριτσάνης, η 2η στη Σκόμπα, η 3η στο Δομένικο και η 4η στο Μεγάλο Ελευθεροχώρι.
Τα χαράματα της 6ης Οκτωβρίου ο υποστράτηγος Μανουσογιαννάκης κατηύθυνε τις δυνάμεις της 1ης Μεραρχίας από την αμαξιτή οδό της Μελούνας προς την πεδιάδα της Ελασσόνας με κατεύθυνση δεξιά. Ο υποστράτηγος Καλλάρης κατηύθυνε τη 2η Μεραρχία αριστερά των υψωμάτων της Ελασσόνας και το 4ο τάγμα ευζώνων προήλασε πίσω από την Τσαριτσάνη, για να αποκόψει την υποχώρηση του Tουρκικού στρατού, κατά μέτωπο του οποίου θα έκαναν επίθεση οι δύο μεραρχίες. Τα σχέδια του Tουρκικού στρατού έμειναν απραγματοποίητα, καθώς ο Ελληνικός στρατός προχώρησε ακάθεκτα προς την πεδιάδα της Ελασσόνας, προβάλλοντας ταυτόχρονα στον κάμπο τμήματα του 2ου Συντάγματος πεζικού, της 1ης Μεραρχίας και του 4ου πεζικού της 2ης Μεραρχίας.
Οι συνολικές απώλειες του Ελληνικού στρατού την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων ήταν 46 νεκροί, μεταξύ των οποίων δύο ανθυπολοχαγοί, ο Ιωάννης Μαυροδήμος από βλήμα πυροβόλου, ο οποίος ετάφη στην Ελασσόνα και ο ανθυπολοχαγός Μπούκης, ο οποίος ετάφη στην Τσαριτσάνη.
Την κατάληψη της Ελασσόνας ο αρχηγός του Επιτελείου Γ. Δαγκλής γνωστοποίησε στην Κυβέρνηση με το παρακάτω τηλεγράφημα, που απέστειλε στις 5 το απόγευμα, από την Τσαριτσάνη:
«Μετά τετράωρο αγώνα, η 1η μεραρχία βοηθουμένη υπό της 2ας εξεδίωξε τον εχθρόν εκ των παρά την Ελασσόνα οχυρωματικών αυτού θέσεων και κατέλαβαν ταύτην.
Η ΑΒΥ ο Διάδοχος διηύθυνεν αυτοπροσώπως τον αγώνα. Ο Επίδοξος έλαβεν το βάπτισμα του πυρός. Ο Στρατός έδειξεν ορμήν και γενναιότητα απαράμιλλον.
Περί των απωλειών, ελλίπουσιν ακόμη ακριβείς πληροφορίαι. Πάντως δεν είναι μεγάλαι».
Αξίζει να τονιστεί η συμμετοχή του στρατηγού Κ. Καλλάρη στην μάχη της Ελασσόνας και σ΄ αυτή του Σαρανταπόρου. Το πλούσιο αρχείο του Κ. Καλλάρη …βγάζει θησαυρούς για τους ερευνητές και ιστορικούς, και βέβαια η αποθησαύριση του συνεχίζεται.
Ο Κ. Καλλάρης ήταν μια γοητευτική προσωπικότητα κύρους. Τον ενδιέφερε η έννοια του κράτους και όχι οι πολιτικές αντιπαραθέσεις που αποσταθεροποιούσαν την ανάγκη να αποκτήσει η χώρα μια κρατική δομή, ικανή να λειτουργεί υπέρ του πολίτη και ανεξάρτητα από τα πολιτικά γεγονότα. Ίσως και προχωρημένες απόψεις ακόμη και για τη σημερινή εποχή. Δεν μετακινήθηκε ποτέ από αυτές τις αρχές. Δυσαρεστούσε συχνά την εξουσία της εποχής, έπεφτε σε δυσμένεια αλλά επανερχόταν από τις ίδιες τις εξουσίες σε περιόδους κρίσεων. Κάθε του μετάλλιο και επιτελική θέση ήταν αποτέλεσμα των γνώσεων, της εμπειρίας του και γενικότερα του κύρους του, ως αδιάβλητη προσωπικότητα.
«Εν κατακλείδι», ίσως καλό είναι να θυμίσουμε πως η νικηφόρα μάχη της Ελασσόνας και γενικότερα οι Βαλκανικοί πόλεμοι ανέδειξαν τη δύναμη και το μεγαλείο της Ελληνικής ψυχής και διδάσκουν πως οι Έλληνες ενωμένοι και μονιασμένοι μπορούν να επιτύχουν θαύματα.
Οι ιστορικοί κάνουν λόγο για μια περίοδο ανδρείας, αυτοθυσίας και αγωνιστικότητας του Ελληνικού έθνους, για τον μεγαλύτερο Ελληνικό στρατιωτικό άθλο μετά το 1821! Οι χρονιές του 1912 και του 1913 θεωρούνται ιδιαίτερης εθνικής και ιστορικής σημασίας για τον απανταχού Ελληνισμό, αφού με ξεκίνημα από την Ελασσόνα, απελευθερώθηκαν στη συνέχεια η Μακεδονία, η Ήπειρος, τα Νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και έγινε η ενσωμάτωση της Κρήτης στον κεντρικό κορμό του Ελληνικού κράτους.